Το κάταγμα (σπάσιμο) έχει αναγνωριστεί ως πρόβλημα υγείας καθ’ όλη την ιστορία, ενώ ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη είχαν περιγραφεί μέθοδοι αντιμετώπισης κακώσεων και ειδικότερα καταγμάτων. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το ένα στα τρία άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών που υφίσταται πτώση θα υποστεί σημαντική κάκωση που θα χρειαστεί νοσηλεία.
Ο σκοπός της θεραπείας των καταγμάτων είναι η επούλωση των οστικών άκρων σε μια αποδεκτή θέση χωρίς σημαντική παραμόρφωση, ώστε το μέλος να γίνει πάλι λειτουργικό και οι αρθρώσεις να επανακτήσουν το εύρος κίνησής τους. Σε όλο το διάστημα επούλωσης στόχος είναι η ύφεση του πόνου, η δυνατότητα κινητοποίησης των γειτονικών αρθρώσεων για αποφυγή δυσκαμψίας αλλά και του ιδίου του ασθενή για πρόληψη γενικότερων επιπλοκών από την ακινησία. Η περίοδος ακινητοποίησης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό διάστημα, που θα είναι όμως και αρκετό για την ασφαλή πώρωση του κατάγματος.
Η σωστή θεραπεία ενός κατάγματος ξεκινά με την αντιμετώπιση του ασθενή σαν σύνολο και όχι εστιάζοντας μόνο στο μέλος που υπέστη την κάκωση. Το θεραπευτικό σχέδιο που θα εφαρμοστεί πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ασθενή συνολικά, ώστε τα οστά και μαλακά μόρια να επουλωθούν όσο το δυνατό πιο ανατομικά, με το λιγότερο χρόνο, πόνο και πιθανές συνοδές επιπλοκές.
Η λήψη ενός πλήρους ιατρικού ιστορικού και η γνώση του μηχανισμού κάκωσης είναι πλέον σημαντικά για να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα γύρω του ασθενή. Η κλινική εξέταση δεν περιορίζεται μόνο στο κάταγμα αλλά ελέγχονται και άλλες περιοχές ώστε να αποκλειστούν κρυφές συνοδές κακώσεις. Τέλος ελέγχονται η περιφερική αιμάτωση του σκέλους και η πιθανότητα νευρολογικής βλάβης.
Ο απεικονιστικός έλεγχος δίνει πάντα περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κάκωση και επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Απαρτίζεται από ακτινογραφίες και ειδικές λήψεις, το υπερηχογράφημα, την αξονική και μαγνητική τομογραφίες, ανάλογα με την περίσταση. Είναι σημαντικό όμως ο έλεγχος να γίνεται μόνο επί ενδείξεων και εφόσον θα επηρεάσει ή διαμορφώσει το θεραπευτικό πλάνο. Ειδικότερα τα παιδιά δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε ανούσιες ακτινογραφίες και να δέχονται ακτινοβολία για ασήμαντες κακώσεις που δεν χρειάζονται ειδική θεραπεία.
Ο τύπος της κάκωσης και του κατάγματος σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του ασθενή θα διαμορφώσουν το είδος θεραπείας. Κάποια κατάγματα αντιμετωπίζονται συντηρητικά με εφαρμογή γύψου ή λειτουργικού νάρθηκα, απλής επίδεσης ή ανάρτησης, ενώ πολλές φορές ενδείκνυνται άμεσα η κινητοποίηση χωρίς κάποια ιδιαίτερη προστασία. Ανάλογα με την κάκωση συνίσταται παγοθεραπεία, ανύψωση του σκέλους, βάδιση με βακτηρίες και ασκήσεις στις λοιπές αρθρώσεις για την αποφυγή δυσκαμψίας.
Συγκεκριμένοι τύποι καταγμάτων και κακώσεων χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης με σκοπό την επίτευξη ταχυτέρου και καλύτερου λειτουργικού αποτελέσματος. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τις επεμβάσεις έχουν γνωρίσει σημαντική εξέλιξη και ο σύγχρονος ορθοπεδικός έχει μεγάλες δυνατότητες επιλογής. Ο κατάλληλος προεγχειρητικός σχεδιασμός είναι βασικός στη διαδικασία αυτή.
Η σωστή αντιμετώπιση μιας κάκωσης περιλαμβάνει και την παρακολούθηση του ασθενή σε τακτικά χρονικά διαστήματα, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή πορεία και προοδευτική επούλωση χωρίς επιπλοκές. Με το πέρας της θεραπείας δίνονται οι σχετικές οδηγίες στον ασθενή και το μέλος πρέπει να προστατεύεται για κάποιο χρονικό διάστημα από δραστηριότητες υψηλής ενέργειας για την αποφυγή υποτροπής.
Η γνώση των βιολογικών χαρακτηριστικών της φροντίδας καταγμάτων έχει γνωρίσει μεγάλη εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες. Λόγω της σημαντικής βελτίωσης της ποιότητας ζωής τη σύγχρονη εποχή, οι προσδοκίες των ασθενών έχουν επίσης μεγαλώσει. Για το λόγο αυτό η αντιμετώπιση που προτείνεται πρέπει να εξατομικεύεται, να ακολουθούνται οι σωστές ενδείξεις και να επιλέγεται η θεραπεία με το καλύτερο προβλέψιμο αποτέλεσμα περιορίζοντας την πιθανότητα επιπλοκών.